Σελίδες

Κυριακή 12 Ιουνίου 2011

5 μύθοι...

1. η γέννηση της πεταλούδας [1]


Ένας άνθρωπος παρατηρούσε για αρκετές ώρες τη γέννηση μιας πεταλούδας, καθώς εκείνη αγωνιζόταν να περάσει τη σώμα της μέσα από ένα μικρό άνοιγμα που είχε ανοίξει στο κουκούλι της. Κάποια στιγμή σταμάτησε τις προσπάθειες και φάνηκε ανήμπορη να προχωρήσει άλλο. Έτσι ο άνθρωπος αποφάσισε να βοηθήσει την πεταλούδα. Με ένα ψαλίδι, έκοψε ένα κομμάτι του κουκουλιού μεγαλώνοντας το άνοιγμα. Η πεταλούδα ξεπρόβαλε εύκολα, αλλά είχε το σώμα της πρησμένο και τα φτερά της μαραμένα. Ο άνθρωπος συνέχισε να παρατηρεί την πεταλούδα και περίμενε ότι κάποτε τα φτερά της θα μεγάλωναν και θα άπλωναν για να πετάξει. Κάτι τέτοιο όμως, δε γινότανε. Αντίθετα, η πεταλούδα πέρασε την υπόλοιπη ζωή της σέρνοντας το πρησμένο σώμα της και έχοντας τα φτερά της μαραμένα. Ποτέ δεν μπόρεσε να πετάξει. Αυτό που ο άνθρωπος με την καλοσύνη αλλά και τη βιασύνη του δεν κατάλαβε, ήταν πως όσο η μικρή πεταλούδα αγωνιζότανε να βγει από το μικρό άνοιγμα που άνοιξε στο κουκούλι της, το υγρό από το σώμα της θα διοχετευόταν αργά-αργά στα φτερά της, που έτσι αυτά θα άπλωναν και θα ήταν έτοιμη να πετάξει.
[1] Αγνώστου. Αναφέρεται στο βιβλίο: Πέγκυ Πελκώνη-Πινήρου (2001). Οι αλλαγές στο ταξίδι της ζωής. Αθήνα: Φυτράκης,

2.  Δύο ταξιδιώτες μοναχοί έφθασαν σε έναν ποταμό, όπου συνάντησαν μια νέα γυναίκα.
Επειδή αυτή φοβόταν το ρεύμα του ποταμού, ρώτησε εάν θα μπορούσαν να τη βοηθήσουν να περάσει απέναντι.
Ο ένας από τους μοναχούς δίστασε, αλλά ο άλλος την έβαλε γρήγορα επάνω στην πλάτη του και την πέρασε στην αντίπερα όχθη. Αυτή τον ευχαρίστησε και συνέχισε το δρόμο της.
Οι δυο μοναχοί συνέχισαν και αυτοί το δρόμο τους, αλλά αυτός που δίστασε να μεταφέρει τη γυναίκα ήταν συνεχώς ανήσυχος. Μετά από πολλές ώρες, ανίκανος πλέον να κρατήσει τη σιωπή του, είπε.
«Αδελφέ, έχουμε διδαχθεί να αποφεύγουμε οποιαδήποτε επαφή με τις γυναίκες, αλλά εσύ πήρες εκείνη τη γυναίκα και την μετέφερες στους ώμους σου!».
«Ναι αδελφέ» απάντησε ο δεύτερος μοναχός «εγώ όμως την άφησα στην απέναντι όχθη, ενώ εσύ ακόμα τη μεταφέρεις μαζί σου».

3. Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι γιόρταζε τη χρυσή επέτειο του γάμου τους. Ενώ έπαιρναν το πρόγευμά τους, η γυναίκα σκέφτηκε: «Για πενήντα χρόνια, από σεβασμό, έδινα πάντα στο σύζυγό μου την ξεροψημένη πλευρά του πρωινού κέικ. Σήμερα θέλω επιτέλους να απολαύσω αυτήν την λιχουδιά κι εγώ». Για πρώτη φορά λοιπόν, κράτησε για τον εαυτό της την ξεροψημένη πλευρά του πρωινού κέικ και έδωσε την μαλακή πλευρά στο σύζυγό της. Ο σύζυγός της, παρά τους φόβους της, όχι μόνον δεν πειράχτηκε αλλά αντιθέτως ήταν πολύ ευχαριστημένος, φίλησε το χέρι της και της είπε: «Αγαπητή μου, μόλις μου έδωσες μια μεγάλη χαρά. Για πενήντα χρόνια δεν έχω δοκιμάσει ποτέ το μαλακό μέρος του κέικ, που είναι αυτό που επιθυμώ περισσότερο.  Δε σου το ζήτησα ποτέ, επειδή πάντα σκεφτόμουν ότι εσύ το επιθυμείς τόσο πολύ, όσο και εγώ».

4. τα χαμένα κλειδιά και το φως
Ο Ναστραντίν έχασε τα κλειδιά του μέσα στο σπίτι του. Το σπίτι του όμως ήταν σκοτεινό, για αυτό βγήκε από το σπίτι του κι άρχισε να ψάχνει κάτω από μια κολώνα με φως. «Τα κλειδιά σου τα έχασες στο σπίτι κι όχι στο δρόμο», του υπενθύμισε η γυναίκα του. «Αυτό το ξέρω, αλλά στο σπίτι δεν έχει φως, ενώ εδώ έξω μπορώ να βλέπω καλύτερα», απάντησε ο Ναστραντίν!!!

5. Ο Ηρακλής μπροστά στο σταυροδρόμι
Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει ο Ηρακλής, και φτάνει   σε ένα δάσος με ψηλά δέντρα.  Ο δρόμος του όμως χωρίζει στα δυο. Ποιόν να πάρει, αυτόν προς τα δεξιά ή τον άλλο προς τα αριστερά; Τα δέντρα είναι γεμάτα κοτσύφια. Ρωτάει κάποιον κότσυφα:
-  Έχετε αρχηγό;
-  Ναι, του απαντάει αυτός.
-  Και πού μπορώ να τονε βρω;
-  Θα τον φωνάξω του λέει ο κότσυφας.
-  Και πώς τονε λένε τον αρχηγό σας;
-  Σοφό τονε λένε
-  Και γιατί τονε λένε Σοφό;
-  Γιατί λέει πάντα τα ίδια, του απαντάει ο κότσυφας και δίνει μια με τις φτερούγες του και χάνεται.
Ο Ηρακλής κάθισε και ακούμπησε σε ένα δέντρο για να ξεκουραστεί. Σε λίγο νάσου ένας αργός και γέρος κότσυφας.
-   Άκουσα πως μ’ έψαξες. Είμαι ο Σοφός
-   Ναι, θέλω να πάω στη Χώρα της Ευτυχίας αλλά βρίσκομαι στο σταυροδρόμι και δε ξέρω ποιόν δρόμο να πάρω. Αυτόν προς τα δεξιά, ή τον άλλο προς τα αριστερά;
-   Στη Χώρα των κοτσυφιών υπάρχουν δύο δρόμοι. Ο ένας μακρύς και δύσκολος κι ο άλλος σύντομος και εύκολος.
-  Εσύ τί με συμβουλεύεις; Ποιόν να ακολουθήσω;
-  Α! Εσύ αποφασίζεις. Μα να ξέρεις. Τα δέντρα είναι των κοτσυφιών. Οι δρόμοι όμως ανήκουν σε δύο γυναίκες.
-  Και πληρώνεις φόρο σ’ αυτές;
-  Μάλλον.
-  Και τις γνωρίζεις αυτές τις γυναίκες;
-  Τις έχω δει. Η μια είναι όμορφη και καπάτσα. Αυτή έχει το σύντομο δρόμο. Η άλλη είναι γλυκιά και ταπεινή. Αυτή έχει τον μακρύ δρόμο.
-  Και ποιόν να ακολουθήσω  εγώ;
-  Και οι δύο δρόμοι, σε πάνε στη Χώρα της Ευτυχίας!
-  Και ποιος είναι ο καλύτερος;
-  Και οι δύο δρόμοι, σε πάνε στη Χώρα της Ευτυχίας!
-  Και ποιός θα μου αρέσει;
-  Και οι δύο δρόμοι, σε πάνε στη Χώρα της Ευτυχίας!
Αυτά  είπε ο Σοφός, και χάθηκε στα δέντρα  . . . .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου